Πνευματικός πόλεμος: Η μεταμόρφωση ενός δαίμονα

5.30.2021

Η μεταμόρφωση ενός δαίμονα

  


Αυτή τη φορά θα δούμε αναλυτικά πώς ένας άνθρωπος έγινε δαίμονας και τελικά ξανάγινε φωτεινός και πήγε στον ουρανό. Θα δούμε τη μεταμόρφωση ενός δαίμονα. Είναι μια συνεδρία πνευματικής απελευθέρωσης που έκανα  με μια πελάτισσα σε ύπνωση, με τη βοήθεια της πνευματικής οδηγού της. Ανέλαβε να βγάλει το δαίμονα της φίλης της, η οποία δεν μπορούσε να οραματιστεί για να το κάνει η ίδια. Μία από τις μεθόδους μου είναι να βοηθήσω το δαίμονα να θυμηθεί τι ήταν πριν γίνει δαίμονας . Όταν το καταφέρω είναι συνήθως αρκετά εύκολο να πάει οικειοθελώς στο φως.

 Κάλεσα τους άγγελους πολεμιστές για προστασία και την ομάδα διάσωσης του φωτός, η οποία περίκλυσε την οντότητα σε έναν κλοιό από φως, ώστε να μην μπορεί να βγει.

Κοαλάνη. Τι βλέπεις;

Λήδα. Εφτά φωτεινές φιγούρες που έχουν κλείσει το ον σε εφτά φωτεινά στεφάνια, και έτσι δεν μπορεί να βγει.

Κ. Ωραία.  Ζητάω από την οντότητα να μού μιλήσει στέλνοντας τις σκέψεις της στη Λήδα. Εσύ που είσαι στον κλοιό, μη φoβάσαι, θέλω να σε βοηθήσω. Θέλεις να μάς πεις το όνομά σου;

Λ. Δε θέλει.

Κ. Γιατί είσαι με την Όλγα;

Λ. Γιατί η Όλγα το ζήτησε.

Κ. Σε κάλεσε;

Δαίμονας. Ναι. 

Κ. Σε κάποια προηγούμενη ζωή;

Δ. Ναι.

Κ. Πoιον αιώνα;

Δ. Δεν μετρούσαν αιώνες.

Κ. Ξέρεις εσύ τώρα σύμφωνα με το παρόν της γης πότε ήταν;

Λ. Δεν ξέρει.

Κ. Ήταν στη γη;

Δ. Ναι.

Κ. Τι ήθελε και σε κάλεσε η Όλγα;

Δ. Δύναμη.

Κ. Ήξερε τι έκανε; Συνειδητά σε κάλεσε;

Δ. Όχι. 

Κ. Απλά η ψυχή της ήθελε δύναμη;

Δ. Ήταν εκδίκηση.

Κ. Ήθελε να εκδικηθεί κάποιον;

Δ. Ναι.

Κ. Ήταν γυναίκα;

Δ. Όχι. Ήταν ένας βασιλιάς που τού κατέστρεψαν το βασίλειο και ήθελε να εκδικηθεί τον άλλο βασιλιά που τού το έκανε αυτό, ο οποίος ήταν και αδερφός του.

Κ. Ήταν σε διαφορετικές χώρες;

Δ. Γειτονικές.

Κ. Στην Ευρώπη; 

Δ. Όχι, στην Ασία.

Κ. Στην Άπω Ανατολή;

Δ. Βαθιά μέσα στην Ασία.

Κ. Τον βοήθησες τελικά να τον καταστρέψει; 

Δ. Ναι. Τούς σκότωσε όλους.

Κ. Μπράβο, έκανες καλή δουλειά.

Οδηγός. Δεν υπήρχε στρατός, μόνο αυτή η οντότητα υπήρχε. 

Κ. Και κατάφερε μόνος του ο βασιλιάς και τούς σκότωσε όλους;

Ο. Έριξε αρρώστια πάνω στο βασίλειο.

Κ. Είχες συνεργάτες που σε βοήθησαν να το κάνεις αυτό;

Ο. Δε χρειάζεται, μπορεί να το κάνει μόνος του.

Κ. Ουάου, τότε είσαι πολύ ψηλά.

Δ. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο.

Κ. Συγχαρητήρια, θα πρέπει να κάνεις αυτή τη δουλειά πάρα πολύ καιρό, ε;

Δ. (Γελάει). Είστε τόσο μικρά και ανόητα... Το μίσος ενός ανθρώπου μπορεί να καταστρέψει ολόκληρο βασίλειο! Τι μπορείτε να κάνετε;

Κ. Μάλλιστα, το βλέπω. Όμως η Όλγα δεν είναι πια όπως τότε, τώρα δε θέλει να καταστρέψει κανένα. Έτσι δεν είναι Όλγα;

Όλγα. Όχι βέβαια. 

Κ. Όλγα, θέλεις να λύσεις το συμβόλαιό σου με τον φίλο μας εδώ;

Όλγα. Ναι, θέλω.

Κ. Ωραία, επανάλαβε σε παρακαλώ αυτά τα λόγια: Στο όνομα του φωτός...

Ο. Στο όνομα του φωτός...

Κ. Είθε ο Θεός να σε εξοστρακίσει, σκότος.

Ο. Είθε ο Θεός να σε εξοστρακίσει, σκότος.

Λ. Πάρ’την από δω, Κοαλάνη, πάρ’την από δω!

Κ. Την Όλγα εννοείς;

Λ. Ναι.


Η Λήδα, υπό την επήρεια του δαίμονα, σηκώνεται όρθια απειλητικά, με πρόθεση να μάς χτυπήσει.


Κ. Κάτσε σε παρακαλώ! Κάτσε! Στο όνομα του Ιησού Χριστού! 

Όλγα. Στο όνομα του Ιησού Χριστού!

Κ. Σε διατάζω να καθήσεις! Τώρα! Στο όνομα του αρχάγγελου Μιχαήλ κάτσε!

Όλγα. Στο όνομα του αρχάγγελου Μιχαήλ, σε διατάζω να καθήσεις!

Κ. Φύγε από μπροστά της Όλγα!

Κ. Στο  όνομα του αρχάγγελου Μιχαήλ σε διατάζω να καθήσεις!

Όλγα. Σε διατάζω να καθήσεις!


Κάθησε και συνεχίζουμε την απάρνηση του σκότους.


Κ. Απαρνιέμαι όλες τις δραστηριότητες του σκότους.

Ο. Απαρνιέμαι όλες τις δραστηριότητες του σκότους.

Κ. Ανακαλώ όλα τα συμβόλαια και τις συμφωνίες,

Ο. Ανακαλώ όλα τα συμβόλαια και τις συμφωνίες,

Κ. Τις προσκλήσεις και επικλήσεις , τις τελετές και τις μυήσεις με το σκότος.

Ο. . Τις προσκλήσεις και επικλήσεις , τις τελετές και τις μυήσεις με το σκότος.

Κ. Έως την αιωνιότητα, για όσο υπάρχει η ψυχή μου. 

Ο. Έως την αιωνιότητα, για όσο υπάρχει η ψυχή μου.

Κ. Στο όνομα του Φωτός, αμήν.

Ο. Στο όνομα του Φωτός, αμήν.


Κ. Λήδα, κάτσε σε παρακαλώ.

Λ. Δεν έχει φύγει αυτός.

Κ. Όχι, όχι, κάτσε. (Στο δαίμονα) Ήθελα να καταλάβεις ότι η Όλγα δε χρειάζεται πια τη συνεργασία σου. Τότε τη χρειάστηκε, ή νόμισε ότι τη χρειάστηκε και τη βοήθησες. Μπράβο, συγχαρητήρια, τα κατάφερες τέλεια. Τώρα όμως δεν τη χρειάζεται. Δεν ξέρω αν οι ανώτεροί σου θα σε τιμωρήσουνε... Αλλά υποπτεύομαι πως ναι... Εγώ όμως μπορώ να σε βοηθήσω, να μη σε τιμωρήσει κανείς. Τι λες; Ε; Εγώ μπορώ να σού δώσω δύναμη!

Δ. (Γελάει)

Κ. Ναι, έχω μια μυστική πηγή!

Δ. (Γελάει)

Κ. Α, δεν τα ξέρεις όλα! Είμαι κι εγώ μάγισσα, και ξέρω κάποια ξόρκια που δεν ξέρεις. Τι λες; Θες να δοκιμάσεις;

Δ. Όχι!

Κ. Γιατί; Θα έχεις όση δύναμη θέλεις.

Δ. (Γελάει)

Κ. Δύναμη δε θέλεις; 

Δ. (Γελάει)

Κ. Αν δε θέλεις δύναμη τι θέλεις;

Δ. Την Όλγα.

Κ. Την Όλγα θέλεις;

Δ. Ναι.

Κ. Τώρα η Όλγα δε σε θέλει όμως. Και πρέπει να σε θέλει για να την έχεις. Έλυσε το συμβόλαιο μαζί σου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι που σε θέλουν. Αλλά γιατί να εξαρτιέσαι από έναν άνθρωπο; Δεν είναι μιζέρια; Ε; Δε θες νά’σαι μόνος σου; Αφέντης; Νά’χεις όση δύναμη θέλεις; Να αποφασίζεις εσύ; Τι τους χρειάζεσαι τους ανθρώπους;

Δ. Θα μείνω με την Όλγα.

Κ. Δεν μπορείς να μείνεις με την Όλγα, γιατί ανακάλεσε.

Δ.(Γελάει)

Κ. Γιατί γελάς; Έλυσε το συμβόλαιο μαζί σου. Θα ήταν χαζομάρα να μείνεις με κάποιον που δε σε θέλει. Δε θέλεις να βρεις κάποιον καλύτερο; Ε;

Δ. Θα μείνω με την Όλγα.

Κ. Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω να έχεις πολλά περισσότερα. Γιατί με την Όλγα τι θα έχεις; Για πες μου;

Δ. Δε σ’ ενδιαφέρει.

Κ. Ενδιαφέρει όμως εσένα, έτσι δεν είναι; Δε θέλεις το καλύτερο μέλλον που μπορεί να υπάρξει;

Δ. Δεν έχω εγώ μέλλον.

Κ. Γιατί;

Δ. Δεν υπάρχουν αυτά.

Κ.Πώς δεν υπάρχουν; Γιατί τέτοια απαισιοδοξία; Για πες μου, ποιος σού είπε ότι δεν έχεις μέλλον;

Δ. Δε θα κάθομαι να δίνω απαντήσεις σε μια ανόητη.

Κ. Εγώ να σε βοηθήσω θέλω. Ποιος σού είπε τέτοια ψέμματα, ότι δεν έχεις μέλλον; Μπροστά σου είναι το μέλλον, απλά δεν το βλέπεις. Βλέπεις μόνο ένα πράμα, κι όχι παραπέρα. Για πες μου, ήσουνα ποτέ άνθρωπος;

Δ. Όχι. 

Κ. Ήσουνα άγγελος;

Δ. Ούτε.

Κ. Είσαι από άλλον πλανήτη;

Δ. Ούτε.

Κ. Τότε τι ήσουνα;

Δ. Είμαι αυτό που είμαι.

Κ. Τι είσαι; Αφού δεν ήσουν άνθρωπος... Να υποθέσω ούτε ζώο... Τι ήσουνα;  Ή δεν ξέρεις; Μήπως έχεις ξεχάσει; Γιατί έχω μιλήσει και μ’ άλλους σαν κι εσένα και δε θυμόντουσαν. Μήπως δε θυμάσαι ποιος ήσουν;

Δ. Θα κάτσουμε εδώ πέρα ένα χρόνο.

Κ. Δε θες να θυμηθείς ποιος ήσουνα; Λοιπόν, θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Θέλω να κοιτάξεις βαθιά μέσα σου και να μού πεις τι βλέπεις.

Δ. (Γελάει)

Κ. Γιατί γελάς; Τόσο αστείο είναι; Φοβάσαι;

Δ. Εγώ είμαι ο φόβος, τι να φοβάμαι;

Κ. Άρα δε φοβάσαι, τότε για κοίτα μέσα σου. Πες μου τι βλέπεις;

Δ. (Γελάει).

Κ. Αντί να γελάς, γιατί δε δοκιμάζεις; Για ηρέμησε λίγο. Εγώ λέω ότι φοβάσαι. Προσπαθείς να ξεφύγεις με το να γελάς;

Δ. Από ποιον να ξεφύγω;

Κ. Ξέρω και ΄γω; Γιατί δεν κοιτάς μέσα σου; Δεν μπορείς;

Δ. Δεν υπάρχει λόγος.

Κ. Γιατί; Πού ξέρεις; Άμα δεν το έχεις κάνει ποτέ...

Δ. Δε θα σού πω αν τό’χω κάνει ποτέ, δε σ’ ενδιαφέρει.

Κ. Εντάξει, για κάν’το τώρα.

Δ. Δε δέχομαι διαταγές.

Κ. Μα δεν είναι διαταγή, παιχνίδι είναι.

Δ. Δε θέλω να παίξω μαζί σου. 

Κ. Ναι; Θέλεις νά’σαι εκεί, με τους άγγελους;

Δ. Όχι, θέλω να παίξω με την  Όλγα.

Κ. Τώρα η Όλγα είναι εκτός πυρός.

Δ. Από πότε;

Κ. Τώρα που μιλάμε, τώρα είσαι μαζί μας.

Δ. Μαζί σας;

Κ. Μαζί μας.

Δ. Με ποιους;

Κ. Με τους άγγελους και με μένα που μιλάμε.

Δ. Οι άγγελοι θα φύγουν.

Κ. Θα φύγουν, αλλά πρέπει να τελειώσουμε τη συζήτησή μας. Υπάρχει κάτι άλλο που σε δένει με την Όλγα; Ε; Δε θα απαντήσεις; Θα μάς πει η οδηγός. Οδηγέ, υπάρχει κάτι άλλο που δένει αυτή την οντότητα με την  Όλγα;

Ο. Τίποτα άλλο.

Κ. Φίλε, που δεν μάς έχεις πει το όνομά σου, που λες ότι είσαι ο φόβος. Για απόδειξε ότι ο φόβος δε φοβάται. Για κοίτα μέσα σου και πες μας τι βλέπεις; Εγώ λέω ότι φοβάσαι να δεις μέσα σου.

Δ. (Γελάει)

Κ. Εγώ αυτό συμπεραίνω από τη συμπεριφορά σου. Πού βλέπεις το αστείο;

Δ. Στις φάτσες σας.

Κ. Γιατί;

Δ. Έτσι.

Κ. Τόσο αστείοι είμαστε;

Δ. Γελοιοί είστε.

Κ. Εντάξει, είμαστε γελοίοι. Α, εγώ δεν έχω πρόβλημα. Εγώ θέλω να κοιτάξεις μέσα σου, γιατί φαίνεται να τ’ αποφεύγεις. Φαίνεται να φοβάσαι τον εαυτό σου. Ποιος ξέρει ποιος σε παραμύθιασε. Μήπως σού είπανε ότι αυτό είναι επίφοβο; Ή ότι απαγορεύεται; Φοβάσαι κάποιον; Ε;  Έχεις κάποιον αφέντη που φοβάσαι;

Δ. Όχι.

Κ.Είσαι ανεξάρτητος;

Δ. Μμ.

Κ. Ωραία, άρα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, σωστά;

Δ. (Γελάει).

Κ. Είσαι ελεύθερος, αυτό δε λες; Είσαι ή δεν είσαι; Ε; Μη λες ψέμματα στον εαυτό σου όμως... Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις;

Δ. Θάμαι ελεύθερος, όταν μ’αφήσουν αυτοί εδώ πέρα.

Κ.Οκέι, άρα τώρα είσαι ελεύθερος να κάνεις αυτό που λέω. Να μού αποδείξεις ότι δε φοβάσαι. Αλλιώς, εγώ θα συμπεράνω ότι φοβάσαι τον εαυτό σου. Κρίμα δεν είναι; Εσύ που κάνεις τον γενναίο, να φοβάσαι τον εαυτό σου; Μμ; Αφού λες ότι κανείς δε σού δίνει διαταγές, άρα εσύ αποφασίζεις.

Δ. Μού δίνει διαταγές κάποιος.

Κ. Α, σού δίνει, έχεις αφέντη λοιπόν.

Δ. Φυσικά και έχω.

Κ. Και τον φοβάσαι, ε;

Δ. Μόνο όταν κάνει την ανοησία να σκέφτεται να φύγει από μένα.

Κ. Α, τον θέλεις δηλαδή τον αφέντη σου.

Δ. Φυσικά.

Κ.Τι σού’χει δώσει;

Δ. Την ψυχή της.

Κ. Η ψυχή της δεν σού ανήκει πια. Την πήρε πίσω.

Δ. Δεν γίνονται έτσι αυτά.

Κ. Πώς δε γίνεται; Την έλυσε τη συμφωνία.

Δ. Δε λύνονται έτσι αυτές οι συμφωνίες.

Κ. Εγώ ξέρω ότι λύνονται, γιατί έχουμε λύσει πολλές συμφωνίες έτσι.

Δ. Εσύ δεν ξέρεις τι σού γίνεται.

Κ. Σοβαρά;

Δ. Κι’ από αυτά που νομίζεις πως έχεις λύσει δεν έχεις λύσει τίποτα. 

Κ. Σοβαρά; Έτσι σού λέει ο αφέντης σου;

Δ. Έτσι λέω εγώ.


Αυτό είναι ένα τυπικό κόλπο του δαίμονα, να βρει δηλαδή κάτι από την προσωπική ζωή του εξορκιστή για να τον κάνει ν’ αμφιβάλλει για τον εαυτό του ή να αισθανθεί άσχημα. Αν το καταφέρει, χάνει ο εξορκιστής τη δύναμη που μπορεί να εξασκήσει πάνω στον δαίμονα.


Κ. Α, καλά. Έχεις πάει και έχεις δει κι άλλες περιπτώσεις που είχα;

Δ. Γιατί ν’ ασχοληθώ μαζί σου;

Κ. Εντάξει, άρα δεν ξέρεις. Άρα ό,τι σού λέει το πιστεύεις. Άρα πώς ξέρεις ότι σού λέει αλήθεια;

Δ. Ποιος;

Κ. Ο αφέντης σου.

Δ. Ποιος αφέντης μου;

Κ. Εσύ είπες ότι έχεις αφέντη.

Δ. Έχω αφέντη.

Κ. Και σού λέει πράγματα.

Δ. Εγώ τού λέω πράγματα.

Κ. Εσύ τού λες, αλλά αυτός σού δίνει διαταγές. Κάνε αυτό, κάνε το άλλο.

Δ. Φυσικά.

Κ. Κι’ εσύ υπακούς. 

Δ. Φυσικά.

Κ. Δεν είναι μιζέρια αυτό;

Δ. Καθόλου.

Κ. Δε θες νά’σαι εσύ αφέντης;

Δ. Είμαι κι αφέντης.

Κ. Έχεις κάποιους που σε υπακούνε;

Δ. Έχω έναν που με υπακούει, κι αυτό μ’ ενδιαφέρει.

Κ. Δεν πιστεύω να εννοείς την Όλγα.

Δ. Χε χε χε. Χα χα χα.

Κ. Μόνο αυτήν έχεις;

Δ. Αυτή μ’ενδιαφέρει τώρα.

Κ. Αυτή, ο παλιός της εαυτός εννοείς, ο βασιλιάς.

Δ. Δεν υπάρχει παλιός εαυτός, ένας είναι.

Κ. Ο βασιλιάς, γι’ αυτόν δε μιλάς; Αυτός που έκανε τη συμφωνία.

Δ. Ένας κάνει τη συμφωνία.

Κ. Ναι, ο βασιλιάς. Τώρα αυτή δεν έκανε συμφωνία.

Δ. Η ίδια είναι.

Κ.Την έλυσε τη συμφωνία.

Δ. Δεν την έλυσε.

Κ. Πώς δεν την έλυσε;

Δ. Αν την έλυσε, πάμε σπίτια μας.

Κ. Εγώ θέλω να σε βοηθήσω. Βοήθησα αυτή, τώρα θέλω να βοηθήσω εσένα.

Δ. Ούτε αυτή μπορείς να βοηθήσεις ούτε εμένα.

Κ. Ναι; Γιατί δεν κοιτάς μέσα σου να μού πεις τι υπάρχει; Και θα σού πω τότε αν μπορώ να σε βοηθήσω ή όχι. Μπορεί να έχεις και δίκιο...

Δ. Αφού έχεις ασχοληθεί με τους φίλους μου, ξέρεις τι έχω μέσα μου.

Κ. Δεν ξέρω, ο καθένας έχει κάτι διαφορετικό.

Δ. Χμ.

Κ. Μμμμ. Εσύ ξέρεις;

Δ. Και να ήξερα δε θα σού’λεγα.

Κ. Το θέμα είναι ότι δεν ξέρεις απ’ ό,τι βλέπω. Αλλιώς δε θα είχες αυτή τη στάση. Σού’χει απαγορεύσει ο αφέντης να κοιτάξεις;

Δ. Ποιος αφέντης;

Κ. Αυτός που σού δίνει διαταγές. Τον φοβάσαι τελικά.

Δ. Ποιον αφέντη;

Κ. Εσύ είπες ότι υπακούς σε κάποιον.

Δ. Ξεκαθαρίσαμε σε ποιον υπακούω.

Κ. Δεν ξεκαθαρίσαμε, κάποιον αφέντη.

Δ. Φυσικά.

Κ. Δεν ξεκαθαρίσαμε ποιος είναι.

Δ. Είπα ποιος είναι. 

Κ. Δεν είπες ποιος είναι.

Δ. Είπα ποιος είναι.

Κ. Όχι. (Στην οδηγό) Είπε ποιος είναι;

Ο. Όχι.

Κ. Είδες, δε θυμάσαι καν τι λες! Είσαι λίγο μπερδεμένος. Ποιος είναι ο αφέντης σου; Ο Σαμαέλ;

Δ. Δεν το ξέρω το όνομα, πρώτη φορά το ακούω.

Κ. Εντάξει, δεν μ’απασχολεί εμένα ποιος είναι ο άλλος, αλλά που δε θυμάσαι ποιος είσαι εσύ! Το ξέρεις ότι ο αφέντης σου έτσι έχει δύναμη πάνω σου;

Δ. Ποιος αφέντης μου;

Κ. Αυτός που σού δίνει διαταγές. Έχει δύναμη πάνω σου κρατώντας σε ανήξερο.

Δ. Η Όλγα μού δίνει διαταγές.

Κ. Η Όλγα σού δίνει διαταγές;

Δ. Ναι.

Κ. Αυτή είναι ο αφέντης σου;

Δ. Ναι.

Κ. Η Όλγα είναι δηλαδή πιο ψηλά από σένα;

Δ. Φυσικά.

Κ. Τι ήταν και πήγε τόσο ψηλά; Τι έκανε; Για φώτισέ μας αφού δεν ξέρουμε.

Δ. Με τάιζε.

Κ. Σε τάιζε; Με τι;

Δ. Με κείνη.

Κ. Σού’ δινε την ενέργειά της;

Δ. Φυσικά.

Κ.Την ψυχή της δηλαδή.

Δ. Πες το έτσι.

Κ. Μάλλιστα. Άρα, αν δε σού πει αυτή να φύγεις, δεν πρόκειται να φύγεις, αυτό μάς λες.

Δ. Φυσικά. 

Κ. Καλά. Σ’αφήνω να ξεκουραστείς λίγο με τους άγγελους για να μιλήσω με την οδηγό. Οδηγέ, λέει αλήθεια;

Ο. Όχι.

Κ. Ευχαριστώ. Φίλε! Φίλε σκοτεινέ! Ρώτησα και έμαθα. Σ’έχουν παραπλανήσει, τ ο ξέρεις;

Δ. Όχι.

Κ. Ναι! Ο αφέντης σου δεν είναι η Όλγα.

Δ. Αλήθεια;

Κ. Ναι, σού’χουν πει ψέμματα! Είδες; Έτσι σού’χουν πει ψέμματα και για σένα. Εδώ έχεις την ευκαιρία να ανακαλύψεις το παρελθόν σου.

Δ. Τι μού λες!

Κ. Ναι! Το παρελθόν σου και το μέλλον σου!

Δ. Και ποιος σού’πε ότι θέλω να ανακαλύψω οτιδήποτε εσένα;

Κ. Θες να’σαι στάσιμος; Δε θες να εξελιχθείς;

Δ. Θέλω να πάτε σπίτια σας.

Κ. Γιατί;

Δ. Γιατί έτσι. Αυτό θέλω.

Κ. Εγώ νομίζω ότι φοβάσαι να πεις ότι κάποιος σού’χει πει να μη μιλήσεις. Και αυτό κάνεις, σαν το στρατιωτάκι. Μη φοβάσαι, δε θα σού κάνει κανείς κακό, ούτε εγώ θέλω να σού κάνω κακό.

Δ. Ούτε εγώ θέλω να σάς κάνω κακό.

Κ. Ωραία, ωραία. Εγώ θέλω να καταλάβεις! Να καταλάβεις ότι έχεις μια ευκαιρία να μάθεις πράγματα. Δε θέλεις να μάθεις;

Δ. Όχι. 

Κ. Τι θέλεις;

Δ. Να πάτε σπίτια σας.

Κ. Για τη ζωή σου, για σένα τι θέλεις.

Δ. Να πάτε σπίτια σας. Αυτό θέλω.

Κ. Και τι θα κερδίσεις;

Δ. Δε σ’ενδιαφέρει.

Κ. Αφού θέλω να σε βοηθήσω, μ’ ενδιαφέρει. 

Δ. Να πάτε σπίτια σας.

Κ. Νομίζω ότι έχει κολλήσει η βελόνα.

Δ. (Αναστενάζει).

Κ. Πω πω τι σού’χουν κάνει! Πω πω, σε λυπάμαι, το ξέρεις; Εδώ μπορείς να έχεις τόσα πράγματα...

Δ. Είσαι πάρα πολύ τυχερή.

Κ. Γιατί;

Δ. Γιατί αυτή πουν κάθεται στην καρέκλα δεν είναι εύκολο να τη σηκώσω να σού σκάσει μια μπουνιά.

Κ. Ωραία, άρα είμαι τυχερή!

Δ. Γέλασα λιγάκι, έτσι;

Κ. Ωραία.

Δ. Γιατί δεν μού μιλάς εμένα και έρχεσαι σε ηλίθιες; Ε;

Κ. Σ’εμένα μιλάς;

Δ. Στην Όλγα μιλάω.

Κ. Προφανώς δε θέλει να σού μιλήσει. 

Δ. Ναι, αλλά μιλάω στην Όλγα. Δε μιλάω σε σένα, γιατί απαντάς γι αυτήν;

Κ. Γιατί εγώ μιλάω σε σένα. Η Όλγα τώρα σκέφτεται... Κοίτα, η Όλγα δε θέλει. Δε σε θέλει. Τον θέλεις, Όλγα;

Ο. Όχι. 

Κ. Δε σε θέλει, είδες; Ξέρεις πόσοι άλλοι σε θέλουνε; Ουου...

Δ. Εάν δε με θέλεις Όλγα, έπρεπε να το πεις σε μένα.

Ο. Δε σε θέλω, και το λέω σε σένα!

Κ. Δυνατά!

Ο. Θέλω να φύγεις! Να φύγεις! Δε σε θέλω, φύγε!! Φύγε!!! Φύγε σού λέω, φύγε! Δε σε θέλω, καταλαβαίνεις;

Δ. (Κλαίει). Θα πάρω μαζί μου και το παιδί σου! Θα το πάρω μαζί μου! Ακούς; Μαζί μου!

Ο. Συμβόλαιο είχες με μένα! Δεν μπορείς να πάρεις κανένα μαζί σου!

Δ. Ποιος το λέει αυτό πως δεν έχω συμβόλαιο και με την ψυχή του; Κανένας δε σάς το έχει πει αυτό, αν φύγω θα τον πάρω μαζί μου! (Κλαίει).

Κ. Καλά φίλε, καλά... Οδηγέ! Οδηγέ! Λέει αλήθεια, οδηγέ;  Ή λέει πάλι ψέμματα; Οδηγέ;

Οδηγός. Προσπαθώ να σάς μιλήσω αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα απαντάω εγώ.

Κ. Ναι. Εντάξει. Πες μου οδηγέ, λέει ψέμματα πάλι;

Ο. Παιδιά, δεν έχω σύνδεση μαζί σας για να σάς απαντήσω εγώ.

Κ. Ξέρεις αν έχει ... Είσαι εσύ, οδηγέ;

Δ. Όχι. (Γελάει)

Κ. Κατάφερες να μιμηθείς... Καλά. Εγώ δε θέλω να φύγεις! Σού’πα εγώ να φύγεις; Εγώ άλλα σού είπα. Εγώ σού είπα να κοιτάξεις μέσα σου. Αν είσαι τόσο ατρόμητος... Θα το κάνεις.

Δ. (Γελάει)

Κ. Τι; Φοβάσαι. Τι φοβάσαι;

Δ. Ένα πράγμα φοβάμαι. 

Κ. Για πες μου; Τι φοβάσαι; Τι φοβάσαι;

Δ. Μη χαλάσει ο δεσμός μου με την Όλγα φοβάμαι.

Κ.Ο δεσμός σου με την Όλγα;

Δ. Φυσικά.

Κ. Δε θα χαλάσει, θα φτιάξει!

Δ. (Γελάει)

Κ. Ναι, δεν το πιστεύεις;

Δ. Το τι πιστεύω δεν έχει σημασία.

Κ. Έχεις ελεύθερη βούληση.

Δ. Φυσικά.

Κ.Εγώ το μόνο που θέλω είναι να κάνεις κάτι που δεν έχεις ξανακάνει.

Δ. Πού ξέρεις τι έχω κάνει;

Κ. Και οι άλλοι που έχω μιλήσει, που ήταν σαν κι εσένα, δεν το είχαν κάνει αυτό.

Δ. Μμμ

Κ. Μμμ. Θα γίνεις πολύ πιο πλούσιος. 

Δ. (Γελάει).

Κ. Ναι! Θα διπλασιαστεί και θα τριπλασιαστεί η δύναμή σου. Θα μπορείς να έχεις ό,τι θέλεις μετά. Μπορεί και να πείσεις και την Όλγα να γυρίσει σε σένα, άμα έχεις πιο πολλή δύναμη.

Δ. Η Όλγα είναι σε μένα.

Κ. Τώρα είπε ότι δε σε θέλει.

Δ. Και που τό’πε...

Κ. Συγχίστηκες.

Δ. (Γελάει).

Κ. Έχεις ένα κρυφό χαρτί. Μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, ολόκληρος.

Δ. Δεν υπάρχει τίποτα ολόκληρο εδώ πέρα. Όλα είναι ημιτελή.

Κ. Ναι; Πού το ξέρεις;

Δ. Κάτι ξέρω κι εγώ περισσότερο από σένα.

Κ. Απόδειξέ το λοιπόν ότι ξέρεις. Ποια ήταν η τελευταία σου ζωή στη γη;

Δ. Δεν έχω έρθει ποτέ στη γη εν ζωή.

Κ. Έτσι σού’χουν πει να πιστεύεις. Εγώ πιστεύω ότι έχεις έρθει. Άμα κοιτάξεις μέσα σου θα δεις τι ήσουνα. Και πού ήσουνα. Δε θέλεις να δεις τι ήσουνα; Να δεις, σού’χουν πει αλήθεια όλοι αυτοί; Δεν τους  αμφισβητείς καθόλου; Πού ξέρεις πως δε σ’έχουν κοροϊδέψει; Ξέρεις πόσους έχουν κοροϊδέψει απ’ αυτούς που έχω μιλήσει; Ου ου... Και παίρνουν τη δύναμη και την  κρατάνε για τον εαυτό τους. Και σένα σού δίνουν ψίχουλα. Είχα πολλές περιπτώσεις έτσι. 

Δ. Μμμ

Κ. Μμμ... Ενώ άμα κοιτάξεις και θυμηθείς ποιος ήσουνα θα διασταυρώσεις τις πληροφορίες. Και θα δεις τι είναι αυτοί που σού δίνουν διαταγές, κι’ αν το αξίζουνε. Ή αν αξίζεις περισσότερα. Πού ξέρεις... Μπορεί να είσαι πολύ πιο ψηλά απ’ αυτόν που σού δίνει διαταγές... Και να σ’ έχει... κοροϊδέψει. Τώρα δε μάς βλέπει... Γιατί είναι οι άγγελοι, είναι ευκαιρία. Την έχουνε πατήσει πολλοί σαν κι εσένα. Κι’ εγώ τούς βοήθησα! Κι’ είδανε την αλήθεια! Και γίνανε πολύ πιο δυνατοί απ’ τους αφέντες τους! Τι λες; Εγώ τον αφέντη σου δεν τον ξέρω, και δεν μ’ ενδιαφέρει, με σένα μιλάω.  Σού’φεξε! Είδες; Από κει που δεν το περίμενες! Έχεις μια μοναδική ευκαιρία. Γιατί... αν δεν ήμουνα εγώ εδώ και οι άγγελοι δε θα μπορούσες να το κάνεις αυτό που σού λέω. Δε σ’αφήνει αυτός! Χαζός είναι; Τώρα όμως, μπορείς... Πήγαινε βαθιά μέσα στην ψυχή σου. Ανακάλυψε την αλήθεια που σού κρύβουνε. Για σένα θα το κάνεις, όχι για μένα! Για σένα! Για σένα! Να βρεις τον κρυμμένο θησαυρό! Είμαι σίγουρη ότι υπάρχει!

Δ. Καλή μου, δεν υπάρχει τίποτα.

Κ. Άμα δε δεις, δεν ξέρεις.

Δ. Βλέπω.

Κ.Ποιο είναι το πρώτο πράμα που βλέπεις;

Δ. Τίποτα.

Κ. Αυτό το τίποτα έχει χρώμα;

Δ. Μαύρο.

Κ. Πολύ ωραία, είσαι σε καλό δρόμο. Μπες πιο βαθιά.

Δ. Μαύρο.

Κ. Συνέχισε.

Δ. Μαύρο.

Κ. Εγώ όμως θέλω να το κάνεις, όχι να μού λες ψέμματα.

Δ. Δε σού λέω ψέμματα.

Κ. Κοιτάς μέσα σου;

Δ. Ναι.

Κ. Ωραία. Πιο βαθιά.

Δ. Πιο βαθιά.

Κ.Θέλω να πας όμως, όχι απλά να το λες.

Δ.Πάω.

Κ. Πήγαινε πιο βαιά, συνέχισε.

Δ. Συνεχίζω.

Κ. Όλο και πιο βαθιά. Με την περιέργεια του ερευνητή. Όχι με προκατάληψη και φόβο. Εντάξει;

Δ. Εντάξει. 

Κ. Ωραία, εξερεύνησε λοιπόν τι κρύβεται μέσα σου. Πέρνα το μαύρο, πήγαινε πιο μέσα. Όλο και πιο μέσα, όλο και πιο βαθιά. Βαθιά στο χρόνο και στο χώρο. Πολύ βαθιά. Πολύ βαθιά. Βαθιά, έτσι, μπράβο, βαθιά. Βαθειά. Τι αισθάνεσαι; Βλέπεις κάποιο σχήμα, κάποιο φως;

Δ. Βλέπω τον αδερφό.

Κ. Τον βασιλιά;

Δ. Ναι.

Κ. Τι κάνει;

Δ. Προσεύχεται.

Κ. Για να σωθεί από σένα;

Δ. Προσεύχεται για ευημερία.

Κ. Για το λαό του;

Δ. Ναι.

Κ. Είναι μόνος;

Δ. Είναι μόνος.

Κ. Προσεύχεται στο Θεό;

Δ. Σε κάποιον που εγώ δεν ξέρω.

Κ. Πιστεύει ότι είναι ο δημιουργός;

Δ. Μπα... Μια θεότητα.

Κ. Αυτή η θεότητα θα τού δώσει ευημερία χωρίς αντάλλαγμα;

Δ. Μάλλον αδιαφορεί.

Κ. Παραπλανημένος ο βασιλιάς.

Δ. Ναι. 

Κ. Γι αυτό και δεν εισακούγονται οι προσευχές του;

Δ. Εισακούγονται.

Κ. Από τη θεότητα;

Δ. Όχι.

Κ. Από σένα;

Δ. Φυσικά.

Κ. Δηλαδή βοήθησες τον εχθρό της Όλγας;

Δ. Όχι.

Κ. Την Όλγα;

Δ. Όχι. 

Κ. Είναι κάποιος τρίτος;

Δ. Ο βασιλιάς είναι εχθρός δικός μου.

Κ. Γιατί;

Δ. Για έναν απροσδιόριστο λόγο.

Κ. Για θυμήσου. Τι έχεις εναντίων του; Τι σού’κανε;

Δ. Κάτι μού’κανε.

Κ. Για θυμήσου.

Δ. Κάτι μού’κανε... που μ’έκανε αυτό που είμαι τώρα.

Κ. Πήγαινε πιο βαθιά.

Δ. (Κλαίγοντας) Δε θέλω να πάω πιο βαθιά.

Κ. Θα σε βοηθήσει να ξεφύγεις από αυτό τον πόνο.

Δ. Τίποτα δε θα βοηθήσει.

Κ. Θα γίνεις πιο δυνατός άμα φύγει ο πόνος.

Δ. Δε θα βοηθήσει...

Κ. Θα δεις, έχω τον τρόπο... Κουράγιο! Πήγαινε πιο βαθιά. Σιγά-σιγά. Τι ήτανε; Πατέρας σου;

Δ. (Κλαίγοντας) Δε θέλω να ξέρω...

Κ. Κουράγιο φίλε μου. Η γνώση είναι δύναμη.

Δ. Δε θέλω...

Κ. Μην αφήνεις το φόβο να σε κυριεύει.

Δ. Δε θέλω τίποτα.

Κ. Άγγελοι, ρίξτε του φως να πάρει δύναμη! Ρίξτε του πολύ φως, ηρεμήστε τον. Να τον διαπεράσει το φως.

Δ. (Κλαίει)

Κ. Έλα, φίλε μου. Μη φοβάσαι. Θα περάσει ο πόνος. Μόλις δεις τι είναι θα περάσει. Θα βρεις λύτρωση. Πρέπει να δεις τι έγινε. Μόνο έτσι θα ξεφύγεις απ’ αυτό. Πήγαινε βαθιά. Θυμήσου... Θυμήσου. Τι έγινε μεταξύ σας; Τι σού’κανε αυτός ο άνθρωπος; Σε παράτησε; Τι σού’κανε; Έλα φίλε μου, κουράγιο, πήγαινε βαθιά μέσα σου. Δες το. Δες το και θα ελευθερωθείς απ’ αυτό. Μην αφήνεις το παρελθόν να σ’ εγκλωβίζει. Δες το κατάματα. Αξίζει αυτός ο άνθρωπος να έχει τόση δύναμη πάνω σου;

Δ. Σίγουρα αξίζει που τον κατέστρεψα. Γιατί τώρα είναι σαν εμένα.

Κ. Όμως δεν μάς ενδιαφέρει αυτό.

Δ. Εμένα μ’ ενδιαφέρει πολύ.

Κ. Θα γίνεις πιο δυνατός άμα μάθεις τι έγινε.

Δ. Ξέρω τι έγινε.

Κ. Τι έγινε;

Δ. Ήταν ιερέας και με πέταξε...

Κ. Ήταν ιερέας και βασιλιάς ταυτόχρονα;

Δ. Όχι, ήταν πιο παλιά αυτό.


Ο δαίμονας εννοεί ότι ο ιερέας  ήταν σε μια προηγούμενη ζωή του βασιλιάς. Στη συνεδρία δεν έγινε κατανοητό, αλλά η Λήδα μάς το εξήγησε όταν ξύπνησε.


Κ. Και σε πέταξε;

Δ. Με πέταξε μέσα στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. 

Κ. Ήσουνα παιδί;

Δ. Σχεδόν.

Κ. Έφηβος;

Δ. Κοπελλίτσα.

Κ. Γιατί σε πέταξε στον κρατήρα; Θυσία;

Δ. Ναι.

Κ. Στο θεό αυτό που πίστευε;

Δ. Ούτε ήξερε πού πίστευε.

Κ. Νόμιζε ότι αυτή η θυσία θα τού δώσει δύναμη και ευημερία;

Δ. Αυτουνού προσωπικά.

Κ. Όχι στο λαό του;

Δ. Δεν τον ενδιέφερε ο λαός του.

Κ. Πολύ εγωιστής λοιπόν. Και φυσικά δεν τού έδωσε, έτσι δεν είναι;

Δ. Φρόντισα εγώ γι αυτό.

Κ. Μπράβο, άρα τον εκδικήθηκες.

Δ. Σε πολλές ζωές.

Κ. Είδες; Ενώ αυτός σού έκανε κακό μόνο σε μία.

Δ. Δε θα ησύχαζα αν δεν γινόταν σαν εμένα.

Κ. Για πες μου, πώς σε λέγανε τότε;

Δ. Τσον Πέι.

Κ. Στην Κίνα ήσουνα;

Τ. Όχι.

Κ. Στην Κορέα ή κάπου εκεί;

Τ. Δεν υπήρχαν τέτοια ονόματα τότε.

Κ. Άπω Ανατολή πάντως;

Τ. Πολύ ανατολή.

Κ. Είχες οικογένεια;

Τ. Αυτόν.

Κ. Κόρη του ήσουνα;

Τ. Όχι.

Κ. Σ’είχε πάρει ο ιερέας γιατί δεν είχες γονείς;

Τ. Δεν ξέρω.

Κ. Για θυμήσου.

Τ. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός απ’ το τέλος.

Κ. Πώς δεν υπάρχει, υπάρχει η αρχή.

Τ. Αδιάφορη αρχή.

Κ. Ορφανή ήσουνα;

Τ. Μάλλον.

Κ. Για θυμήσου. Πήγαινε πιο βαθιά, στα γεγονότα πριν τη θυσία. Πού ζούσες; Είχες δικό σου σπίτι;

Τ. Δεν είχαμε σπίτια.

Κ. Πού ζούσατε;

Τ. Στην άμμο.

Κ. Στην άμμο; Λες δεν είχαμε. Ποιοι; Με ποιους ήσουνα Τσον Πέι; Ήσουνα με μεγάλους ή με άλλα παιδιά;

Τ. Όλοι μαζί.

Κ. Είχες γονείς;

Τ. Πολλούς.

Κ. Πολλούς γονείς;

Τ. Ναι.

Κ. Ήταν σαν κοινόβιο;

Τ. Ναι.

Κ. Δεν είχες βιολογικούς γονείς, μια μητέρα που να σε γέννησε;

Τ. Κάποιος θα με γέννησε.

Κ. Για θυμήσου τη μητέρα σου. Ποια φώναζες μαμά;

Τ. Δεν είχαμε τέτοια προσφώνηση εμείς.

Κ. Πώς προσφωνούσατε αυτή που σάς γέννησε;

Τ. Με το όνομά της. 

Κ. Είχες μια τέτοια γυναίκα;

Τ. Πιθανότατα.

Κ. Δεν τη θυμάσαι, ε;

Τ. Μού σκάει μια φάτσα.

Κ. Θέλω να ζητήσω από τη μητέρα της Τσον Πέι, αν είναι στο φως, να έρθει να τη δει τώρα εδώ. 

Τ. Η ίδια φάτσα.

Κ. Έχει έρθει;

Τ. Ναι.

Κ. Είμαι σίγουρη ότι σ’ αγαπάει.

Τ. Ναι.

Κ. Εσύ την αγάπαγες;

Τ. Ναι.

Κ. Είδες; Την είχες ξεχάσει τόσον καιρό! Σε φρόντιζε;

Τ. Ναι.

Κ. Πώς νοιώθεις που την ξαναβλέπεις;

Τ. Τής έχω παράπονο.

Κ. Γιατί;

Τ. Γιατί δεν μπόρεσε να με προστατέψει.

Κ. Με τον κακό ιερέα, ε; Γιατί δεν μπόρεσε; Τι έγινε;

Τ. Με πετάξανε όλοι μαζί.

Κ. Αυτοί με τους οποίους ήσουνα στην άμμο;

Τ. Ναι.

Κ. Γιατί;

Τ. Έτσι συνηθίζονταν.

Κ. Τούς πλήρωσαν;

Τ. Όχι βέβαια.

Κ.Τότε;

Τ. Απλά, είπε ο ιερέας «αυτή».

Κ. Πόσο χρονώ ήσουν;

Τ. Δεν υπήρχαν αυτά τότε.

Κ. Είχες περίοδο;

Τ. Ναι. 

Κ. Καιρό;

Τ. Όχι ιδιαίτερα.

Κ. Θά’σουν στα 13-14.

Τ. Πιθανό.

Κ. Ήσουν παρθένα;

Τ. Ναι.

Κ. Α, ίσως γι’ αυτό, τις παρθένες θυσίαζαν τότε. Η μητέρα σου πού ήταν;

Τ. Δε θυμάμαι τι είχε γίνει με τη μητέρα μου.

Κ. Μητέρα της Τσον Πέι, τι έγινε;

Μ. Με πέταξε ο ιερέας απ’ τα βράχια.

Κ. Πριν προλάβουν οι άλλοι να κάνουν τίποτα;

Τ. Ήταν δολοφονία γιατί είπε στον ιερέα ότι θα τον σκοτώσει αν πειράξει το κοριτσάκι της. 

Κ. Είδες Τσον Πέι, σε υπερασπίστηκε η μητέρα σου!

Τ. (Κλαίγοντας) Απλά εξαφανίστηκε...

Κ. Δεν το ήξερες ότι τη σκότωσε;

Τ. Όχι! Μού είπε ο ιερέας ότι η μητέρα μου πάει να προσευχηθεί κάπου μακριά.

Κ. Ίσως πήγε να προσευχηθεί και αυτός την έπιασε.

Τ. Όχι, με κορόιδεψε, την είχε ήδη σκοτώσει, αλλά εγώ δεν τό’ ξερα.

Κ. Είδες, προσπάθησε να σε προστατέψει!

Τ. (Κλαίγοντας) Γιατί ήρθε τώρα να με δει...

Κ. Θά’ θελες να είσαι μαζί της τώρα;

Τ. Αυτή η ψυχή που μιλάει είναι η μητέρα μου...

Κ. Η Νατάσσα;

Τ. Ναι.

Κ. Ωω...  Συγκινητικό...

Τ. (Κλαίει με λυγμούς).

Κ. Ηρέμησε.

Τ. Δεν μ’αφήσανε να μάθω την αλήθεια...

Κ. Τώρα όμως βρήκες τη μητέρα σου.

Τ. (Κλαίγοντας). Δεν ήξερα ότι τη ρίξανε στα βράχια...

Κ. Τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό τώρα...

Κ. Είδες όμως ότι σ’ αγαπούσε, δε φταίει αυτή.

Τ. Όχι, αν μ’αγαπούσε πραγματικά θά’ βρισκε τρόπο να με σώσει.

Κ. Τη σκοτώσανε...

Τ. Θά’ βρισκε.

Κ. Δεν πρόλαβε...

Τ. Έπρεπε να έχει βρει.

Κ. Τώρα ζητάς το αδύνατο. Η μητέρα σου σ’ αγαπούσε και σ’ αγαπάει και τώρα. 

Τ. Όχι αρκετά.

Κ. Δεν είναι θεός. Απλά ο κακός τα κατάφερε. Αυτή έκανε ό,τι πέρναγε από το χέρι της. Από κει και πέρα έχουμε όλοι δοκιμασίες. Ή θα υποκύψουμε στο φόβο και στο μίσος, ή θα συγχωρέσουμε.

Τ. Εγώ καταράστηκα.

Κ. Ποιον καταράστηκες;

Τ. Τον ιερέα.

Κ. Κι’ αυτή σου η κατάρα σε κράτησε στο σκοτάδι.

Τ. Φυσικά.

Κ. Αυτή ήταν η δοκιμασία.

Τ. Εγώ το καταφχαριστήθηκα πάντως.

Κ. Άξιζε τον κόπο;

Τ. Ναι, απόλυτα.

Κ. Το θέμα είναι ότι πάει αυτό, τέλειωσε. Την πήρες την εκδίκησή σου στο ύπερδιπλούν. Αξίζει να μένεις μακριά από τη μητέρα σου για να συνεχιστεί αυτός ο άσκοπος διωγμός; Δεν είναι καλύτερα να νοιώσεις  όμορφα, να νοιώσεις λίγο την αγάπη της μητέρας σου; Να δεις πώς είναι; Να τα πείτε; Αν θες μετά να ξαναεκδικηθείς είναι στο χέρι σου. Δε θες όμως τώρα να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο;

Τ. Εσύ μπορείς να τα κάνεις αυτά;

Κ. Εγώ μπορώ. Κι’ εμένα μού έχουν κάνει κακό. Τούς έχω συγχωρήσει, κι έτσι είμαι ελεύθερη. Όταν δε συγχωρείς, σε σκλαβώνει το μίσος. Είναι φαύλος κύκλος.

Τ. Θα το δοκιμάσω.

Κ. Ωραία. Συγχωρείς λοιπόν τον ιερέα, που δεν ήξερε τι έκανε, αφού ήταν έρμαιο του μίσους του;

Τ. Όχι.

Κ. Ουσιαστικά αυτός ήταν το θύμα, αφού αυτός έκανε συμβόλαιο με σκοτεινούς. Και τι κέρδισε; Εξουσία;

Τ. Κέρδισε αυτό που ήθελε, δε μού λέει τίποτα αυτό εμένα.

Κ. Η ψυχή του όμως τι κέρδισε; Κέρδισε τη γαλήνη και την ευτυχία;

Τ. Δεν νομίζω να τον ενδιαφέρει η γαλήνη, ούτε η ευτυχία, όπως εσύ νομίζεις. Ούτε εμένα μ’ ενδιαφέρει η γαλήνη και η ευτυχία όπως εσύ νομίζεις. 

Κ. Ναι, γιατί έχεις γεμίσει με σκοτάδι. Άγγελοι, ρίξτε της κι άλλο φώς! Φίλη Τσον Πέι, ό,τι έγινε έγινε. Τη μητέρα σου τη συγχωρείς που δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που ήθελε;

Τ. Ναι.

Κ. Ωραία. Υπήρχε κάποιος άλλος που αγαπούσες εκεί; Κάποιο αγόρι ίσως;

Τ. Όχι.

Κ. Κάποια φίλη;

Τ. Όλοι ήτανε φίλοι.

Κ. Ζητάω απ’ όλα τα άτομα που ήτανε εκεί και αγαπούσαν την κοπελλιά να έρθουν, αν είναι στο φως!

Τ. Ένας παππούς.

Κ. Έχεις να πεις κάτι στην Τσον Πέι, παππού;

Τ. Ήταν ο παππούς μου αυτός.

Κ. Α, ωραία, ξαναβρήκες τον παππού σου. Σ’ αγαπούσε;

Τ. Ναι. 

Κ. Είδες λοιπόν; Ήδη έχουμε δύο άτομα που σ’ αγαπούσαν. Εσύ τον αγαπούσες;

Τ. Ναι.

Κ. Τέλεια. Ποιος άλλος έχει έρθει;

Τ. Κάτι παιδικές φατσούλες βλέπω. 

Κ. Αδέρφια;

Τ. Απ’ τη φυλή.

Κ. Είδες; Ακόμα κι αυτοί σε θυμήθηκαν.

Τ. Τα παιδάκια δε συμφωνούσανε μ’αυτό ποτέ.

Κ. Με τη θυσία, ε;

Τ. Ναι. Ούτε ο παππούς.

Κ. Είχαν λογική. Πώς μπορεί ένας θάνατος να φέρει ευημερία;

Τ. Γι’ αυτό ο ιερέας διάλεξε εμένα, γιατί θεώρησε ότι μιαίνω.

Κ. Γιατί;

Τ. Μιαίνω το χώρο με τις ιδέες αυτές.

Κ. Ήσουν αντιδραστική;

Τ. Όχι εγώ, η μητέρα μου κι’ ο παππούς μου.

Κ. Α, είχαν δικές τους ιδέες περί ελευθερίας;

Τ. Δε θέλανε ανθρωποθυσίες. Πιστεύανε ότι τα πνεύματα είναι καλά.

Κ. Μπράβο τους, γιατί μόνο τα κακά πνεύματα θέλουν τις ανθρωποθυσίες.

Τ. Και να τι πάθανε.

Κ. Ναι, το θέμα είναι εσύ να είσαι με τους καλούς, αυτούς που σ’αγαπάνε, και να έχεις μια ευκαιρία να ξαναζήσεις. Να έχεις μια καινούργια ζωή που δε θα τελειώσει έτσι, μια καλύτερη ζωή. Μια καινούργια ζωή με τη μητέρα σου, τον παππού σου και τους φίλους σου, τι λες; Σε όποια χώρα διαλέξεις.

Τ. Ποιος μού το εγγυάται αυτό;

Κ. Εσύ το αποφασίζεις.

Τ. Γιατί τότε δεν αποφάσισα κάτι καλύτερο από αυτό;

Κ. Γιατί έριξες κατάρα.

Τ. Άρα όσες ζωές θα είχα θα πέθαινα έτσι; 

Κ. Όχι βέβαια. Εσύ όμως κάνεις το σχέδιο της επερχόμενης ζωής σου.

Τ. Δεν με πείθεις.

Κ. Κοίτα, δεν ξέρω τι έγινε στις προηγούμενες ζωές σου για να γίνουν έτσι τα πράγματα τότε... Άμα πας με τη μητέρα σου και τον παππού σου θα μάθεις τι σχέδιο είχες κάνει για κείνη τη ζωή. Η μητέρα σου θα το ξέρει.

Τ. Ναι, είχα σχέδιο, να καταστρέψω αυτόν που μού το έκανε.

Κ. Όχι, το σχέδιο που είχες πριν γεννηθείς ως Τσον Πέι.

Τ. Μπορεί πριν γεννηθώ να είχα σχέδιο να καταστρέψω αυτόν που μού το έκανε.

Κ.Θέλεις να μάθουμε ποιο ήταν το σχέδιό σου;

Τ. Γιατί όχι;

Κ. Η μητέρα σου το ξέρει ή να φέρουμε κάποιον οδηγό;

Τ. Δεν έχει ιδέα η μητέρα μου.

Κ. Ζητάω τον οδηγό της Τσον Πέι να έρθει και να μάς πληροφορήσει για το σχέδιο της ψυχής της.


Το επαναλαμβάνω τρεις φορές.


Τ. Μάλλον δεν ενδιαφέρονται.

Κ. Έλα τώρα... Ζητάω να έρθει η δίδυμη ψυχή της Τσον Πέι, αν είναι στο φως!

Τ. Η δίδυμη ψυχή ήταν ο ιερέας.

Κ. Αα... Ο οποίος έγινε σκοτεινός...

Τ. Ναι. 

Κ.Αυτό τώρα ποιος σού τό’ πε;

Τ. Δεν ξέρω, μια σκέψη.

Κ. Ζητάω απ΄τον φύλακα άγγελο της Τσον Πέι να έρθει.

Τ. Δεν έχω κάτι τέτοιο.

Κ. Πώς δεν έχεις, όλοι έχουμε φύλακα άγγελο. Ως Τσον Πέι είχες, τού ζητάω να έρθει.

Τ. Δεν βλέπω κάτι.

Κ. Ζητάω να έρθει κάποιος απ’ το φως για να μάς πληροφορήσει ποια ήταν η αποστολή της σε κείνη τη ζωή. Είχε αποφασίσει η ψυχή της να θυσιαστεί;

Τ. Όχι.

Κ. Αυτό το θυμάσαι;

Τ. Όχι, το λέει αυτή εδώ η...

Κ. Η οδηγός;

Τ. Ναι.

Κ. Τότε γιατί έγινε;  Ήταν δοκιμασία;

Τ. Ούτε.

Κ. Τότε; Απλά επιρροή του κακού;

Τ. Ναι.

Κ. Δεν ήταν λοιπόν να πεθάνει η Τσον Πέι;

Τ. Όχι, ήταν να συνεχίσει αυτό που έλεγαν ο παππούς κι η μητέρα και να διώξουν μακριά τον ιερέα. Αλλά επειδή ο ιερέας είχε πολύ μεγάλη δύναμη κι’ οι ψυχές ήταν πολλές, είχε πολύ μεγάλη βοήθεια. Δε θα επέτρεπε να γίνει κάτι τέτοιο έτσι εύκολα.

Κ. Και νίκησε. Έτσι είναι στη γη, υπάρχει μάχη μεταξύ του κακού και του κακού και τίποτα δεν είναι εγγυημένο. Ήταν  άδικος ο θάνατός σου.

Τ. Ήτανε φρικτός.

Κ. Πόνεσες;

Τ. Δεν έχεις ιδέα.

Κ. Από τη λάβα;

Τ. Δεν έχεις ιδέα. Απλά δεν έχεις ιδέα.

Κ. Σίγουρα δεν έχω. Από ασφυξία πέθανες;

Τ. Δυστυχώς όχι.

Κ. Κάηκε το δέρμα σου, ε;

Τ.  (Αναστέναξε)

Κ. Να ρωτήσω την οδηγό κάτι άλλο. Σε τι χρησίμευσε ο θάνατος της Τσον Πέι;

Ο. Ο ιερέας ήξερε τι επρόκειτο να κάνει η μικρή κι’ έπρεπε να τη βγάλει απ’ τη μέση. Συν του ότι ανέβηκε γιατί υπήρχε πολύς πόνος και δεν μπόρεσε κανείς να πάει στο φως από κει και πέρα. Διαλύθηκε όλη η φυλή μετά. Η μικρή όταν έπεσε μέσα τους καταράστηκε όλους, όλη τη φυλή. Και τη μάνα της, και τον παππού της, όλους όσοι υπήρχαν εκεί πέρα.

Κ. Νόμιζε ότι δεν τη βοήθησαν, ε;

Ο. Δεν τη βοήθησαν, τουλάχιστον όσον αφορά τη φυλή.

Κ. Δηλαδή δεν πήραν το μέρος της εκτός από τη μητέρα της;

Ο. Και τον παππού της.

Κ. Οι άλλοι φοβήθηκαν;

Ο. Όχι ακριβώς.

Κ. Νόμιζαν ότι ο ιερέας είχε δίκιο;

Ο. Ήταν λίγο περίεργα τα πράγματα... Ήταν επικίνδυνα και ήταν μια παράδοση που ακολουθούνταν χρόνια πριν. Δεν ήταν τόσο εύκολο γι’ αυτούς τους ανθρώπους να σπάσουν αυτή τη συνήθεια. Κι’ ο ιερέας ήταν σεβαστό πρόσωπο. Κάτι δεν τούς πήγαινε καλά, αλλά... Πριν προλάβει να πέσει ο σπόρος που θα κάνει τη διαφορά κατάφερε ο ιερέας να τα πνίξει όλα.

Κ. Κι’ η μικρή απλά μετά τα έκανε όλα χειρότερα, ε;

Ο. Ναι.

Κ. Αν δεν τούς είχε καταραστεί θα είχαν πάει στο φως όλοι τους;

Ο. Όχι βέβαια, πάλι με τον ιερέα θα είχαν να κάνουν... Δε θα υπήρχε μετά κανένας να βοηθήσει.

Κ. Θα τους σκότωνε  ο ιερέας;

Ο. Όχι. Απλά θα συνέχιζαν όπως πριν, δεν υπήρχε κάτι γι’ αυτούς.

Κ. Όταν τους καταράστηκε τι έγινε;

Ο. Είναι λίγο ειρωνικό, αλλά το ηφαίστειο απλά εξερράγη. 

Κ. Και τούς σκότωσε όλους;

Ο. Δεν τούς σκότωσε αλλά αποδεκάτισε τη φυλή και διαλυθήκανε μετά τελείως. Φύγανε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ουσιαστικά εκδιωχθήκανε αυτοβούλως από κείνο το σημείο όπου ζούσανε ειρηνικά μέχρι τότε.

Κ. Καταράστηκε τη φυλή της, να μην υπάρχει σαν φυλή πια ενωμένη.

Ο. Ναι. Ουσιαστικά δεν ήξερε τι καταράστηκε, δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο στην κατάρα «σε καταριέμαι να γίνει αυτό», ήταν μια αίσθηση καταστροφής. Απλά ήταν ο πόνος της τόσο δυνατός που έγινε κατάρα.

Κ. Να υποθέσω ότι έχασε πολλά κομμάτια ψυχής τότε.

Ο. Είναι αυτό που βλέπεις τώρα.

Κ. Εγώ δε βλέπω...

Ο. Δεν είχε άλλη ενσάρκωση από τότε.

Κ. Ακούς Τσον Πέι; Δεν είχες άλλη ενσάρκωση από τότε, ενώ θα μπορούσες. Έχουμε καμμιά φορά τραγικές ζωές, αλλά έχουμε και καλές.

Τ. Δε θα ήθελα να το ξαναζήσω...

Κ. Δε θα ξαναζήσεις το ίδιο.

Τ. Ποιος μού εγγυάται; Μπαίνουν αυτοί οι άγγελοί σου ως εγγυητές ότι η επόμενη δε θά’ ναι έτσι;

Κ. Μα έτσι είναι η πνευματική άνοδος...

Τ. Πώς έτσι;

Κ. Περνάς από δύσκολες εμπειρίες και γίνεσαι πιο δυνατή κι’ ανεβαίνεις.

Τ. Δεν με πείθεις.

Κ. Γιατί να στο λέω αυτό αν δεν είναι αλήθεια;

Τ. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, ξέρω ότι δεν είμαι διατεθειμένη να ξαναμπώ εκεί πέρα.

Κ. Δε θα ξαναπάς σε τέτοια κοινωνία, δεν γίνονται θυσίες πια.

Τ. Γίνονται θυσίες.

Κ. Όχι έτσι.

Τ. Γίνονται χειρότερες θυσίες.

Κ. Τώρα μπορείς να τα ελέγξεις ως ένα σημείο τα πράγματα. Αλλά αν δε θέλεις να ξαναγεννηθείς στη γη μπορείς να διαλέξεις άλλο πλανήτη, όπου δεν υπάρχουν αυτά. Ή μπορείς να μην ξαναγεννηθείς, απλά να είσαι στο φως. Εσύ θα διαλέξεις.

Τ. Δε θα μ’ αφήσουν να διαλέξω.

Κ. Πού το ξέρεις;

Τ. Το ξέρω.

Κ. Ξαφνικά απέκτησες όλη τη γνώση που υπάρχει;

Τ. Όχι, απέκτησα αυτή τη συγκεκριμένη. Αν γυρίσω, θα γυρίσω εδώ. 

Κ. Εντάξει, αλλά δε θα υπάρχουν πια ιερείς που ρίχνουν παιδιά στα ηφαίστεια ως θυσία.  Τώρα μόνο αν σκοτώσεις σε σκοτώνουν σε κάποια σημεία της γης.

Τ. Μάλλον δε ζεις στον ίδιο πλανήτη, έτσι;

Κ. Γιατί;

Τ. Δεν ξέρω, αυτά που λες είναι εντελώς ανισόρροπα.

Κ. Μιλάω για νόμιμες εκτελέσεις. Φυσικά υπάρχουν κακοποιοί...

Τ. Δεν μπορείς να τούς ελέγξεις αυτούς.

Κ. Μπορείς να πας σε μικρή κοινότητα, όπου δεν υπάρχουν δολοφόνοι. Αυτό μπορείς να το διαλέξεις.

Τ. Όχι από εδώ που είμαι.

Κ. Όχι, αλλά αν πας εκεί που είναι η μητέρα σου, θα μπορέσεις.

Τ. Δεν μπορώ να πάω εκεί που είναι η μητέρα μου.

Κ. Γιατί;

Τ. Γιατί αν ξεκινήσω θα ξεκινήσω από κει που έμεινα.

Κ. Στην Ασία;

Τ. Όχι, σε κείνο το σημείο.

Κ. Μα δεν το ξέρεις αυτό.

Τ. Το ξέρω.

Κ. Οδηγέ, είναι αλήθεια αυτό;

Ο. Ναι.

Κ. Ναι;

Ο. Αν γυρίσει, θα πρέπει να γυρίσει στο επίπεδο όπου σταμάτησε.

Κ. Στο επίπεδο ή στο μέρος;

Ο. Στο επίπεδο.

Κ. Άρα μπορεί να πάει στην Αμερική ή στη Σουηδία, έτσι δεν είναι;

Ο. Το επίπεδο φοβάται, όχι το μέρος.

Κ. Σε ποιο επίπεδο είναι, στο ένα, στο 2;

Ο. Στο 1, πλέον είναι στο 1. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν στο 1, αλλά τώρα είναι στο 1. Αν ξεκινήσει θα πάει στο 1.

Κ. Και γιατί φοβάται το 1; Επειδή είναι αρχή;

Ο. Επειδή απλά το φοβάται. Επειδή δεν έχει το φως να τής δίνει κουράγιο.

Κ. Ευχαριστώ οδηγέ. Τσον Πέι, άκουσες τι είπε η οδηγός;

Τ. Αυτά που σού’λεγα σού’πε.

Κ. Όχι, δε θα σε στείλουν στην Ασία.

Τ. Δεν εννοούσα το μέρος, αλλά το επίπεδο.

Κ. Όλοι περνάνε απ’ το 1. Δε σημαίνει ότι θα σε σκοτώσουνε επειδή θά’ σαι στο 1, κατάλαβες; Μπορείς να διαλέξεις μια ήρεμη ζωή, να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά...

Τ. Όχι, δεν μπορώ να διαλέξω κάτι τέτοιο.

Κ. Δε χρειάζεται νά’ ναι βίαιη ή να σε σκοτώσουν νέα.

Τ. Αν γυρίσω, θα πρέπει να πάρω ζωή ισόποση όσων έχω κάνει μέχρι τώρα.

Κ. Δεν το κατάλαβα, απλά θα είσαι πάλι στην αρχή.

Τ. Το θέμα είναι για να ανεβώ από το 1 τι θα πρέπει να κάνω.

Κ. Ε, σιγά-σιγά, πρώτα θα ηρεμήσεις, γι΄αυτό σού λέω πρώτα θα έχεις κάποιες ήρεμες ζωές.

Τ. Δεν ξέρω , δεν με πείθεις...

Κ. Εγώ ξέρω απ’ τις δικές μου ζωές, κι’ εγώ είχα βίαιες ζωές, όπου με σκοτώσανε. Είχα κι’ άλλες που ήταν ήρεμες όμως. Κι’ ανέβηκα. Κι’ έχω πάει στο 8,5 τώρα, κι’ είμαι μια χαρά.

Τ. Βαριέμαι.

Κ. Θα κάτσεις στο φως όσο θέλεις. Κι’ αν δε θέλεις να ενσαρκωθείς θα μείνεις στο φως να κάνεις εκεί δουλειές. Δε θέλεις να είσαι με τη  μητέρα σου και τον παππού σου; Τι λες, δε θέλεις να δώσεις μια ευκαιρία σε κάτι άλλο;

Τ. Ναι.

Κ. Σε τελική ανάλυση εσύ θα αποφασίσεις τι θα γίνει. Αν δε σ’ αρέσει στο φως είσαι ελεύθερη να φύγεις. Αλλά πρώτα ζήσε το, οκέι; Να δεις πώς είναι. Πήγαινε με τον παππού, τη μητέρα σου και τα παιδιά, θα σού δείξουν το δρόμο.

Τ. Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ αυτό;

Κ. Εγώ δεν ξέρω κάτι καλύτερο. Νομίζω ότι το φως είναι η γιατρειά.

Τ. Το φως, ναι. Αλλά τους υπόλοιπους δε θέλω να τούς θυμάμαι.

Κ. Τους κακούς;

Τ. Τον παππού, τη μητέρα, τα παιδιά.

Κ. Δε θες να είσαι μαζί τους;

Τ. Δεν μού φέρνει κάτι καλό η ανάμνηση.

Κ. Εκεί διαλέγεις αν θέλεις να ξεχάσεις κάτι. Στο σβήνουν απ’ τη μνήμη.

Τ. Αα...

Κ. Ναι, μπορείς να το ζητήσεις. Θα σού βρουν καινούργιους οδηγούς, γιατί προφανώς οι παλιοί έχουν άλλη δουλειά, αφού πέρασε πολύς καιρός. Θα δουν τι ανάγκες έχεις, θα θυμηθείς τι είχε κάνει η ψυχή σου πριν από κείνη την ενσάρκωση και θα αποφασίσετε μαζί τι είναι καλύτερο για σένα.

Τ. Η Όλγα τι λέει για αυτό;

Όλγα. Είμαι τόσο χαρούμενη που αποφάσισες να πας στο φως.

Τ. Είσαι σίγουρη;

Ο. Είμαι συγκινημένη!

Κ. Είδες, δε σού κρατάει κακία.

Τ. Έχεις ιδέα τι έχουμε ζήσει μαζί;

Ο. Θέλεις να μού πεις;

Τ. Όχι, γιατί εδώ που είσαι δεν ξέρω αν θα σ’ αρέσει.

Κ. Αν θέλει θα μάθει αργότερα για τις προηγούμενες ζωές της. Αλλά εσύ δε χρειάζεται τώρα να τα αναμασάς.

Τ. Ναι.

Κ.Πέρασες από κείνο το στάδιο.

Τ. Ναι. 

Κ. Κοίτα, είναι καλό να περνάμε από κείνο το στάδιο για να δούμε πώς είναι απ’ την άλλη πλευρά. Γεμίζουμε εμπειρίες, κι’ είμαι σίγουρη ότι σ’έκανε πιο δυνατή αυτό.

Όλγα. Κι’ έτσι εκτιμάς και το φως.

Κ. Μμ. Όταν μπεις στο φως -γιατί τώρα δεν είσαι, απλά πήρες μια γεύση- θα δεις, θα έχεις πιο σφαιρική άποψη, και γνώση και εμπειρία. Πιοος θα βοηθήσει την Τσον Πέι να πάει στο φως;

Λ. Εγώ!

Κ. Η οδηγός;

Λ. Η Λήδα.

Κ. Ωραία, Λήδα. Δείξ’ της το δρόμο να μην ξαναχαθεί.

Λ. Θα χρειαστεί κι’ η οδηγός.

Κ. Λαμπρά.

Λ. Εγώ δεν μπορώ να δείξω δρόμο.

Κ. Η οδηγός όμως μπορεί.

Λ. Δεν κάνει τίποτα η οδηγός.

Κ. Ποιο είναι το πρόβλημα;

Λ. Δεν ξέρω.

Κ. Τσον Πέι, καταράστηκες όλη σου τη φυλή. Καταλαβαίνεις τώρα ότι αυτοί δε φταίγανε.  Παίρνεις πίσω την κατάρα σου; Εξερράγη το ηφαίστειο, διασκορπίστηκε η φυλή... Δεν ήξερες καν γιατί έριξες κατάρα. Πόναγες κι’ αντέδρασες ενστικτωδώς . Επειδή ήσουν αρχάρια ψυχή...

Τ. Έχω ξεχάσει να συγχωρώ.

Κ.Θά’ θελες να θυμηθείς;

Τ. Ναι.

Κ. Ωραία, αυτό μάς αρκεί. Είσαι λοιπόν διατεθειμένη να πάρεις πίσω την κατάρα στη φυλή σου, αφού αυτή δεν έφταιγε;

Τ. Ναι.

Κ. Ωραία. Τον ιερέα;

Τ. Ναι. 

Κ. Α, τέλεια, τα πας πολύ καλά. Άλλωστε είναι η δίδυμη ψυχή σου, πρέπει να τη σώσουμε κι’ αυτή κάποια στιγμή. Πιστεύω να ελάφρυνες τώρα και να μπορείς να πας στο φως.

Τ. Τίποτα.

Κ. Τι σε βαραίνει Τσον Πέι;

Τ. Δεν ξέρω.

Κ. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί να είναι όμορφα εκεί;

Τ. Πιστεύω. Δεν ξέρω τι γίνεται.

Κ. Οδηγέ, γιατί δεν μπορεί να πάει στο φως;

Ο. Δεν ξέρω.

Κ. Την τραβάει η δίδυμη ψυχή της;

Ο. Ναι.

Κ. Είναι ενσαρκωμένη τώρα;

Ο. Όχι.

Κ. Την τραβάει απ’ το σκοτάδι, ε;

Ο. Ναι.

Κ. Τι μπορούμε να κάνουμε για να την εμποδίσουμε;

Ο. Πολύ δύσκολα τα πράγματα.

Κ. Γιατί; Αφού είναι διατεθειμένη να τη συγχωρέσει.

Ο. Μεγάλη απόσταση στις ενέργειες.

Κ. Η δίδυμη ψυχή της δεν είναι στο 1;

Ο. Η δίδυμη ψυχή της είναι στο κανένα.

Κ. Α, εντελώς αρχάρια δηλαδή, μηδέν.

Ο. Δεν είναι καν, έχει άλλη μέτρηση.

Κ. Είχε ενσαρκωθεί μία ή περισσότερες φορές πριν από την επίμαχη ζωή;

Ο. Περισσότερες από αυτήν μέχρι να γίνει ο βασιλιάς.

Κ. Αλλά είχε μείνει στο μηδέν; Είχε κάνει συμφωνία με τους σκοτεινούς από την αρχή;

Ο. Πριν απ’ τη ζωή ως ιερέας. 

Κ. Γι’ αυτό δεν ανέβηκε επίπεδο. Ως σκοτεινός έχει πιο πολλή δύναμη τώρα;

Ο. Ναι, ναι, ως σκοτεινός.

Κ. Και δεν μπορεί να σωθεί το άλλο κομμάτι αφού το θέλει; Να τη βοηθήσουν η μητέρα κι’ο παππούς και μετά ας φύγουνε.

Ο. Δεν μπορούν αυτοί, πρέπει να κατεβάσουμε κάποιον αρχάγγελο.

Κ. Τον Ουριέλ;

Ο. Αυτόν σκέφτηκα κι’ εγώ.

Κ. Αρχάγγελε Ουριέλ, μπορείς να βοηθήσεις την Τσον Πέι να πάει στο φως; Θέλει, αλλά δεν τα καταφέρνει.

Ο. Δεν έρχεται.

Κ. Κάποιος άλλος αρχάγγελος; Ο Μιχαήλ;

Ο. Όχι.

Κ. Τσον Πέι, πιστεύω ότι θα βοηθήσει να πεις κι’ εσύ την απάρνηση του σκότους. Θες να επαναλάβεις μετά από μένα;

Τ. Ναι.

 

 Τής τη διαβάζω και την επαναλαμβάνει. Φαίνεται να νοιώθει ανακούφιση.


Τ. Να το πούμε άλλες δύο φορές;


Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία δύο φορές.


Λ. Έφυγε.

Κ. Ωραία.

Λ. Ω Θέε μου έφυγε! Έφυγε!

Κ. Τα κατάφερες!

Λ. Ω, Παναγιά, έφυγε! Ήταν καταπληκτικό!


Και οι δυό κοπέλλες ξεσπάνε σε γέλια ανακούφισης και η Λήδα σηκώνεται όρθια χωρίς να την ξυπνήσω καν.  


Λ. Δεν άντεχα παιδιά άλλο, άρχισε να με πονάει και το μεδούλι των κοκκάλων! Έφυγε! Έφυγε! Έφυγε!

Κ. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς άλλο;

Λ. Μπορώ, μπορώ. Αχ Θέε μου. Αααχ... Αααχ...

Κ. Ηρέμησε.


Της λέω να ξανακάτσει και να επιστρέψουμε για να πάρουμε κάποιες συμπληρωματικές πληροφορίες απ’ την  οδηγό. Ζήτησα απ’ τους άγγελους να καθαρίσουν την  Όλγα απ’ τα απομεινάρια του δαίμονα. Ο δαίμονας με τον οποίο η Τσον Πέι είχε κάνει συμβόλαιο δεν εμφανίστηκε, είπε η οδηγός, άρα το μόνο που την τράβαγε ήταν η δίδυμη ψυχή της. Μάς εξήγησε τη σχέση της Όλγας με αυτή την ιστορία.


Κ. Δεν ήταν ο βασιλιάς η Όλγα;

Ο. Ο βασιλιάς ήταν η οντότητα.  Ήταν δύο αδέρφια βασιλιάδες. Ο βασιλιάς που έκανε την επίκληση στη σκοτεινή οντότητα ήταν η δίδυμη φλόγα της σκοτεινής οντότητας και ήταν ο ιερέας σε προηγούμενη ζωή. Η Όλγα ήταν ο αδερφός του βασιλιά. Η οντότητα έκανε το βασιλιά να επιτεθεί στον αδερφό του (που ήταν η Όλγα) για να τον καταστρέψει. Αφού διέλυσε τα πάντα σ’ ό,τι αφορά την ψυχή εκείνη η οντότητα πήγε και στην Όλγα και έκανε συμφωνία και μαζί της.

Κ. Γιατί;

Ο. Για να εκδικηθεί τον αδερφό του.

Όλγα. Ο άλλος βασιλιάς ποιος ήταν;

Οδηγός. Ο άλλος βασιλιάς ήταν η δίδυμη φλόγα της οντότητας, της Τσον Πέι.

Κ. Άρα κατακλείστηκε και η Όλγα από μίσος.

Οδηγός. Ναι. Εκείνη η ψυχή δηλαδή για την άδικη καταστροφή που έγινε στο βασίλειο, προκειμένου να εκδικηθεί για το βασίλειο, τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον ίδιο του τον εαυτό, επειδή είχε μείνει μόνος πλέον, έκανε συμφωνία με την ίδια οντότητα για να καταστρέψει τον άλλο βασιλιά.

Κ.Τον κατέστρεψε;

Ο. Ναι. Έριξε αρρώστια στο βασίλειο και πεθάνανε όλοι από κάτι σαν πανούκλα. Τότε δεν ξέρανε τι ήτανε αυτά, πεθαίνανε από κάποια δερματική ασθένεια και λιώνανε. 

Κ. Και ποιοι ρίξανε την πανούκλα;

Ο. Η σκοτεινή οντότητα. Πώς μπόρεσε να ρίξει ιο; Πώς τον υλοποίησε;

Ο. Με τις δονήσεις.

Κ. Με τις δονήσεις υλοποίησε ιο;

Ο. Ναι, ναι. 

Κ. Είχε μεγάλη δύναμη.

Ο. Ναι. 

Κ. Γι’ αυτό φοβότανε να ξαναενσαρκωθεί. Καταλάβαινε τ ο βάρος του κάρμα της.

Ο. Φοβότανε πάρα πολύ γιατί ήξερε ότι θα έπρεπε να έχει δύσκολες ζωές. Πείστηκε απ’ το φως πιο πολύ.

Κ. Απλά όταν είσαι στο 1 και έχεις τέτοια ζωή είναι πιο δύσκολο να το ξεπεράσεις.

Ο. Ήταν  ψηλά σε κείνη την ενσάρκωση. 

Κ. Δεν ήταν στο 1;

Ο. Όχι, ήταν στο 5.

Κ. Άρα έπεσε. 

Ο. Ναι.

Κ. Δεν είναι κανένα ποσοστό της ενέργειάς της στο 5;

Ο. Όχι. 

Κ. Όταν γίνεις δαίμονας πέφτεις επίπεδο;

Ο. Εξαρτάται απ’ το πόσο ανεβαίνεις εκεί.  Όσο ανεβαίνεις στο σκοτάδι  τόσο πέφτεις στο φως. Είναι ισόποση ενέργεια. Όσο παίρνεις στο σκότος, τόσο χάνεις απ’ το φως, γιατί από κει το αντλείς. 

Κ. Άρα έτσι ανεβαίνουν οι δαίμονες.

Ο. Ναι, γι’ αυτό όταν γυρίζουν, αν γυρίσουν ποτέ, επιστρέφουν πάλι στο μηδέν στς γήινες ενσαρκώσεις, και το φοβούνται πάρα πολύ αυτό. 

Κ. Επειδή μπορούν να κάνουν το ίδιο λάθος;

Ο. Ακριβώς.

Κ. Από κυτταρική μνήμη; Κεκτημένη ταχύτητα;

Ο. Περισσότερο από εφόδια που δεν έχουν επειδή είναι στο 1. 

Κ. Γι’ αυτό κάποιοι θέλουν να σβηστεί η μνήμη τους.

Ο. Ναι.

Κ. Ή κάποιοι γυρνάνε ως ζώα. 

Ο. Ναι, μεγάλη υπόθεση.

Κ. Μού έμαθες κάτι που δεν ήξερα, οδηγέ.

Ο. Χαρά μου.


Τελειώσαμε με προσωπικές ερωτήσεις της Όλγας. Οι πιο δύσκολες πνευματικές απελευθερώσεις είναι με δαίμονες που ήταν παιδιά ή έφηβοι. Η φρέσκια ενέργειά τους και η επιμονή τους τούς ανεβάζει ψηλά στη δαιμονική σκάλα και πολύ δύσκολα πείθονται. 

























Δεν υπάρχουν σχόλια: